- αποτιμος
- ἀπότιμοςἀπό-τῑμος21) презираемый, презренный Her., Soph.2) (= ἀποτιμημένος) данный в виде обеспечения, заложенный
(χρήματα Dem.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(χρήματα Dem.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
απότιμος — ἀπότιμος, ον (Α) [τιμή] 1. αυτός που δεν τον τιμούν 2. «ἀπότιμα χρήματα» υπέγγυα, καθορισμένα για ενέχυρο … Dictionary of Greek
ἀπότιμος — ἀπότῑμος , ἀπότιμος put away from honour masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπότιμον — ἀπότῑμον , ἀπότιμος put away from honour masc/fem acc sg ἀπότῑμον , ἀπότιμος put away from honour neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτιμοτέρους — ἀποτῑμοτέρους , ἀπότιμος put away from honour masc acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)